δέραιον

δέραιον
δέραιον, το (Α)
1. περιδέραιο
2. περιλαίμιο («κυνῶν δὲ κόσμος δέραια, ἰμάντες», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέραιον κατ' απόσπασιν από το σύνθετο περιδέραιον, τού οποίου αποτελούσε το β' συνθετικό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δέραιον — necklace neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεραίοις — δέραιον necklace neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεραίου — δέραιον necklace neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεραίων — δέραιον necklace neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέραια — δέραιον necklace neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεραιοπέδη — δεραιοπέδη, η (Α) η δεροπέδη, το περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + πέδη «ο δεσμός, το δέσιμο» (πρβλ. ιστοπέδη, ισχνοπέδη)] …   Dictionary of Greek

  • δεραιούχος — δεραιούχος, ον (Α) αυτός που συγκρατεί, που σφίγγει τον λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + ουχος < έχω (πρβλ. πηδαλιούχος, πρυμνούχος)] …   Dictionary of Greek

  • υποδέραιο — το / ὑποδέραιον, ΝΜΑ, και ὑποδείριον Α νεοελλ. λουρί κάτω από τον λαιμό τού αλόγου, το οποίο συγκρατεί την κορυφαία, την κεφαλαρία μσν. λουρί τής πανοπλίας για τον λαιμό μσν. αρχ. γυναικείο κόσμημα τού λαιμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δειρή / δέρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”